τριημιχοῖνιξ

τριημιχοῖνιξ
τρι-ημι-χοῖνιξ, ικος, u. τρι-ημι-χοινίκιον, τό, anderthalb χοῖνιξ

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τριημιχοίνιξ — οίνικος, ὁ, ἡ, Α ένας και μισός χοῖνιξ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίημι «ενάμισυ» + χοῖνιξ «μέτρο χωρητικότητας στερεών»] …   Dictionary of Greek

  • τριημιχοινίκιον — τὸ, Α [τριημιχοῑνιξ, ικος] πιθ. τριημιχοῑνιξ* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”